Garth L. Nicolson1*, Gonzalo Ferreira de Mattos2
1Department of Molecular Pathology, The Institute for Molecular Medicine, Huntington Beach, USA 2
Laboratory of Ion Channels, Biological Membranes and Cell Signaling, Department of Biophysics, Facultad de Medicina, Universidad de la República, Montevideo, Uruguay
Abstract
Οι περισσότεροι ασθενείς με νόσο COVID-19 που προκαλείται από τον ιό SARS-CoV-2 αναρρώνουν από αυτή τη μόλυνση, αλλά ένα σημαντικό κλάσμα εξελίσσεται σε μοιραίο αποτέλεσμα. Όπως με ορισμένους άλλους ιούς RNA, η συν-μόλυνση ή ενεργοποίηση λανθάνουσας κατάστασης βακτηριακών λοιμώξειων μαζί με προϋπάρχουσες συνθήκες υγείας κατά την COVID-19 ασθένεια μπορεί να είναι σημαντική για τον προσδιορισμό μιας πορείας θανατηφόρων ασθενειών. Μυκόπλασμα spp. (M. pneumonaie, M. fermentans, κ.λπ.) βρέθηκαν συνήθως ως συν-λοιμώξεις σε μεγάλο αριθμό κλινικών καταστάσεων, και σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό έχει εξελιχθεί σε θανατηφόρα ασθένεια. Αν και αρχικά, το Mycoplasma pneumoniae έχει αναγνωριστεί στη νόσο COVID-19 και η σοβαρότητα ορισμένων σημείων και συμπτώματων σε εξελισόμενους ασθενείς με COVID-19 μπορεί να οφείλονται, εν μέρει, στο μυκόπλασμα ή άλλες βακτηριακές λοιμώξεις. Επιπλέον, η παρουσία παθογόνων ειδών Mycoplasma ή άλλων παθογόνων βακτηρίων στη νόσο COVID-19 μπορεί να προσδώσει μια τέλεια καταιγίδα κυτοκινών και αιμοδυναμικής δυσλειτουργίας, αυτοάνοση ενεργοποίηση, μιτοχονδριακή δυσλειτουργία και άλλες επιπλοκές, όπου όλες μαζί δεν μπορούν εύκολα να διορθωθούν σε ασθενείς με προϋπάρχουσες άσχημες συνθήκες υγείας.
Οι θετικές απαντήσεις ορισμένων ασθενών με COVID-19 στη θεραπεία με αντιβιοτικά και κατά φάρμακα κατά της ελονοσίας θα μπορούσαν να ήταν αποτέλεσμα καταστολής, των ειδών μυκοπλάσματος και άλλες βακτηριακές συν-λοιμώξεις σε υποσύνολα ασθενών.
Επομένως, μπορεί να είναι χρήσιμο να χρησιμοποιηθούν μοριακές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της παρουσίας παθογόνων ειδών Mycoplasma και άλλων παθογόνων βακτηρίων που απαντώνται συνήθως σε άτυπη πνευμονία σε όλους τους νοσηλευμένους ασθενείς με COVID-19 και όταν επιτυγχάνονται θετικά αποτελέσματα, αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα προκειμένου να βελτιώσουν τις κλινικές αποκρίσεις και τα αποτελέσματα των ασθενών.